- Μήστρα
- Μήστρᾱ , Μήστραfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μήστρα ή Μήτρα — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Θεσσαλού Ερυσίχθονα. Επειδή ο πατέρας της έδειξε ασέβεια στη Δήμητρα, η θεά τον τιμώρησε με αδηφαγία. Αφού αναγκάστηκε να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του χωρίς να κατορθώσει να λιγοστέψει την πείνα του, έφτασε στο… … Dictionary of Greek
Μήστρας — Μήστρᾱς , Μήστρα fem acc pl Μήστρᾱς , Μήστρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήστρης — Μήστρα fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek
Mestra — Erysichthon sells his daughter Mestra. An engraving from among Johann Wilhelm Baur s illustrations of Ovid s Metamorphoses. Poseidon can be seen in the lower left background. In Greek mythology, Mestra (Ancient Greek: Μήστρα, Mēstra)[ … Wikipedia
МЕСТРА — • Mestra, Μήστρα, дочь терзаемого голодом Эрисихфона, который наконец продал ее с тем, чтобы на полученные деньги утолить свой голод. Чтобы она могла избежать рабства, любивший ее Посейдон дал ей дар превращаться и благодаря этому… … Реальный словарь классических древностей
Мнестра — (др. греч. Μήστρα, Местра, у Антонина Либерала Гиперместра) в древнегреческой мифологии[1] дочь Эрисихтона. Получила в дар от Посейдона способность изменять свой облик[2]. Она была соблазнена Посейдоном и получила возможность менять пол[3] … Википедия
Mestra — MESTRA, æ, Gr. Μήστρα, ας, Erisichthons Tochter, welche er verkaufte, als er nichts mehr hatte, womit er den von der Ceres ihm zugeschickten Hunger stillen konnte. Weil sie aber Neptun vorher zu Falle gebracht hatte, so rief sie ihn an, sie aus… … Gründliches mythologisches Lexikon
μήδομαι — (Α) 1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.) 2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. (μετά τον Όμ.) επινοώ,… … Dictionary of Greek
med-1 — med 1 English meaning: to measure; to give advice, healing Deutsche Übersetzung: “messen, ermessen” Material: A. O.Ind. masti f. “das Messen, Wägen” (*med tis, with in isolierten word not rũckgängig gemachtem alteration from d t… … Proto-Indo-European etymological dictionary